Greek Meaning of purposeless

purposeless

Other Greek words related to purposeless

Definitions and Meaning of purposeless in English

Wordnet

purposeless (a)

not evidencing any purpose or goal

Wordnet

purposeless (s)

serving no useful purpose; having no excuse for being

FAQs About the word purposeless

Definition not available

not evidencing any purpose or goal, serving no useful purpose; having no excuse for being

ασκόπως,άδειος,τυχαίος,μικρός,άνευ σημασίας,ανήλικος,άχρηστος,ελαφρύ,άχρηστος,παράλογο

εύγλωττος,εκφραστικός,σημαντικός,λογικός,μεγάλος,έγκυος,λογικός,λογικός,υποδηλωτικός,έγκυρος

purposefulness => Σκοπιμότητα, purposefully => ηθελημένα, purposeful => σκόπιμος, purpose-built => ειδικά κατασκευασμένος, purpose => σκοπός,