Greek Meaning of prurient

prurient

Other Greek words related to prurient

Definitions and Meaning of prurient in English

Wordnet

prurient (s)

characterized by lust

FAQs About the word prurient

Definition not available

characterized by lust

Βρόμικος,απρεπής,άσεμνος,άσεμνος,άσεμνος,πικάντικο,υποδηλωτικός,Αδημοσίευτο,ζεστός,άσεμνος

Καθαρός,αξιοπρεπής,ακίνδυνος,ακίνδυνος,Πουριτανικός,πουριτανικός,βικτοριανός,Κατάλληλη για όλες τις ηλικίες,Σωστό,ευπρεπής

pruriency => φαγούρα, prunus virginiana demissa => prunus virginiana demissa, prunus virginiana => Prunus virginiana, prunus triloba => Προύνος ο τριλοβός, prunus tenella => Προύνος ο λεπτός,