Greek Meaning of prorogating
επέκταση
Other Greek words related to επέκταση
- αναβολή
- διακόπτωντας
- αναβολή
- Αναβολή
- αναστολή
- διακοπή
- αναβολή
- διάλυση
- διασπείρω
- ανακοπή
- εσοχή
- Κράτηση
- ράφια
- Αναστολή
- αναβολή
- Κατάργηση
- ακύρωση
- κλήση
- κλείσιμο
- τελικός
- διακοπή
- διαλυτικός
- πτώση
- τέλος
- διαλειπόμενος
- ακυρώνοντας
- ακυρώνει
- ακύρωση
- κατάργηση
- ανακλήσεις
- ανάκληση
- στάση
- τραπέζι
- καταληκτικός
- κένωση
- Διακοπή (μαθημάτων)
- χωρίζοντας
- ακύρωση
- άρνηση
- υπενθύμιση
- εκκαθάριση
- συσκευασία
Nearest Words of prorogating
Definitions and Meaning of prorogating in English
prorogating
prorogue
FAQs About the word prorogating
επέκταση
prorogue
αναβολή,διακόπτωντας,αναβολή,Αναβολή,αναστολή,διακοπή,αναβολή,διάλυση,διασπείρω,ανακοπή
συνεχόμενος,εκτίνω,εγκαινιάζοντας,εκκίνηση,άνοιγμα,διαδικασία,συνεχίζοντας,σχέδιο,συναρμολόγηση,κλήση
prorogated => παραταθεί, prorogate => παρατείνει, prorating => αναλογική κατανομή, prorated => αναλογικός, proprietors => ιδιοκτήτες,