Greek Meaning of prosaist

Πεζογράφος

Other Greek words related to Πεζογράφος

Definitions and Meaning of prosaist in English

prosaist

a prosaic person, a prose writer

FAQs About the word prosaist

Πεζογράφος

a prosaic person, a prose writer

Βάρδος,θεατρικός συγγραφέας,δοκιμιογράφος,Δημοσιογράφος,θεατρικός συγγραφέας,ποιητής,Πεζογράφος,Πεζός λόγος,σεναριογράφος,Σεναριογράφος

Μη συγγραφέας

pros => πλεονεκτήματα, proroguing => Αναβολή, prorogued => αναβλήθηκε, prorogating => επέκταση, prorogated => παραταθεί,