Greek Meaning of proselyted
Προσηλυτισμένος
Other Greek words related to Προσηλυτισμένος
Nearest Words of proselyted
Definitions and Meaning of proselyted in English
proselyted
proselytize, a new convert especially to a religion, a new convert (as to a faith or cause)
FAQs About the word proselyted
Προσηλυτισμένος
proselytize, a new convert especially to a religion, a new convert (as to a faith or cause)
μετατραπεί,επηρεασμένο,προσηλυτισμός,Πλύση εγκεφάλου,ιεραποστολική,μεταδιδόμενο,επηρεάστηκε
αποτραπεί,κοσμικοποιημένος
prosecuting => διωκτικός, prosecuted => διωκόμενος, proscriptions => Απαγορεύσεις, proscribing => απαγορεύοντας, proscribes => απαγορεύει,