FAQs About the word proselyted

Προσηλυτισμένος

proselytize, a new convert especially to a religion, a new convert (as to a faith or cause)

μετατραπεί,επηρεασμένο,προσηλυτισμός,Πλύση εγκεφάλου,ιεραποστολική,μεταδιδόμενο,επηρεάστηκε

αποτραπεί,κοσμικοποιημένος

prosecuting => διωκτικός, prosecuted => διωκόμενος, proscriptions => Απαγορεύσεις, proscribing => απαγορεύοντας, proscribes => απαγορεύει,