FAQs About the word missionized

ιεραποστολική

to do missionary work among, to carry on missionary work

Πλύση εγκεφάλου,μετατραπεί,επηρεασμένο,Προσηλυτισμένος,προσηλυτισμός,μεταδιδόμενο,επηρεάστηκε

αποτραπεί,κοσμικοποιημένος

missionize => ιεραποστολή, missioners => ιεραπόστολοι, missing out on => χάνω, missing out => χάνω, missies => Κυρίες,