Greek Meaning of intermitting
διαλειπόμενος
Other Greek words related to διαλειπόμενος
- διακοπή
- διάλυση
- διακοπή
- διασπείρω
- διακόπτωντας
- αναστολή
- αναβολή
- κλείσιμο
- αναβολή
- διαλυτικός
- τέλος
- ανακοπή
- εσοχή
- Κράτηση
- ράφια
- στάση
- τραπέζι
- καταληκτικός
- Αναστολή
- αναβολή
- επέκταση
- Αναβολή
- αναβολή
- Κατάργηση
- ακύρωση
- κλήση
- τελικός
- πτώση
- ακυρώνοντας
- ακυρώνει
- ακύρωση
- κατάργηση
- ανακλήσεις
- ανάκληση
- κένωση
- Διακοπή (μαθημάτων)
- χωρίζοντας
- ακύρωση
- άρνηση
- υπενθύμιση
- εκκαθάριση
- συσκευασία
Nearest Words of intermitting
- intermittently => διαλειμματικά
- intermittent tetanus => Διαλείπων τέτανος
- intermittent cramp => Διαλείπον κράμπα
- intermittent claudication => Διαλείπουσα χωλότητα
- intermittent => διαλείπουσα
- intermittency => διακοπτικότητα
- intermittence => διακοπτόμενη
- intermitted => διακοπτόμενος
- intermit => διακόπτω
- intermissive => διαλείποντας
Definitions and Meaning of intermitting in English
intermitting (p. pr. & vb. n.)
of Intermit
FAQs About the word intermitting
διαλειπόμενος
of Intermit
διακοπή,διάλυση,διακοπή,διασπείρω,διακόπτωντας,αναστολή,αναβολή,κλείσιμο,αναβολή,διαλυτικός
συνεχόμενος,εκτίνω,εγκαινιάζοντας,εκκίνηση,άνοιγμα,διαδικασία,συνεχίζοντας,παρατείνοντας,συναρμολόγηση,κλήση
intermittently => διαλειμματικά, intermittent tetanus => Διαλείπων τέτανος, intermittent cramp => Διαλείπον κράμπα, intermittent claudication => Διαλείπουσα χωλότητα, intermittent => διαλείπουσα,