Greek Meaning of proceeding (with)

διαδικασία (με)

Other Greek words related to διαδικασία (με)

Definitions and Meaning of proceeding (with) in English

proceeding (with)

No definition found for this word.

FAQs About the word proceeding (with)

διαδικασία (με)

συνεχόμενος,επαναλειτουργία,επανεκκίνηση,επανέναρξη,παραλαβή,ανανέωση,αναζωογονώντας,αναβιωτικό

ολοκλήρωση,τελικός,τέλος,φινίρισμα,σπάσιμο,παύοντας,έλεγχος,τελειοποιών,Κοπή,διακοπή

proceeding (along) => προχωρώντας (κατά μήκος), proceeded (with) => συνέχισε (με), proceeded (along) => κατά μήκος, proceeded => προχώρησε, proceed (with) => (συνεχίζω (με)),