Greek Meaning of pestilentially

λοιμωδώς

Other Greek words related to λοιμωδώς

Definitions and Meaning of pestilentially in English

Webster

pestilentially (adv.)

Pestilently.

FAQs About the word pestilentially

λοιμωδώς

Pestilently.

ενοχλητικό,ανησυχητικό,απογοητευτικός,ερεθιστικός,λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικός,ανησυχητικός,εκνευριστικός,Ενοχλητικός

απολαυστικό,ευχάριστος

pestilential => λοιμικός, pestilent => λοιμώδης, pestilence => πανούκλα, pestilation => πανούκλα, pestiferously => μολυσματικά,