Greek Meaning of pestiferously

μολυσματικά

Other Greek words related to μολυσματικά

Definitions and Meaning of pestiferously in English

Webster

pestiferously (adv.)

In a pestiferuos manner.

FAQs About the word pestiferously

μολυσματικά

In a pestiferuos manner.

ενοχλητικό,ανησυχητικό,απογοητευτικός,ερεθιστικός,λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικός,ανησυχητικός,αποσπούν την προσοχή,εκνευριστικός

απολαυστικό,ευχάριστος

pestiferous => βλαβερός, pestiduct => φυτοφάρμακο, pesticide poisoning => Δηλητηρίαση από φυτοφάρμακα, pesthouse => Πανοβλαβείο, pesthole => εστία μόλυνσης,