Greek Meaning of pestiferously
μολυσματικά
Other Greek words related to μολυσματικά
- ενοχλητικό
- ανησυχητικό
- απογοητευτικός
- ερεθιστικός
- λειαντικό
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικός
- ανησυχητικός
- αποσπούν την προσοχή
- εκνευριστικός
- Ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- τρελός
- ενοχλητικός
- κνίδωση
- οδυνηρός
- ενοχλητικός
- λοιμώδης
- λοιμικός
- ενοχλητικός
- καταραμένος
- απωθητικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- θυμωμένος
- δάγκωμα
- βαρύς
- Τρίψιμο
- δυσάρεστος
- δυσάρεστος
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- Εξαγριωτικό
- ενοχλητικός
- παρενοχλώ
- εξοργιστικός
- σκανταλιάρης
- προσβλητικό
- πίκρα
- εκνευριστικό
- ακανθώδης
- αγχωτικό
- ακανθώδης
- κουραστικός
- ενοχλητικός
- ανησυχητικό
- αναστατωτικός
- ανησυχητικός
- ενοχλητικός
Nearest Words of pestiferously
Definitions and Meaning of pestiferously in English
pestiferously (adv.)
In a pestiferuos manner.
FAQs About the word pestiferously
μολυσματικά
In a pestiferuos manner.
ενοχλητικό,ανησυχητικό,απογοητευτικός,ερεθιστικός,λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικός,ανησυχητικός,αποσπούν την προσοχή,εκνευριστικός
απολαυστικό,ευχάριστος
pestiferous => βλαβερός, pestiduct => φυτοφάρμακο, pesticide poisoning => Δηλητηρίαση από φυτοφάρμακα, pesthouse => Πανοβλαβείο, pesthole => εστία μόλυνσης,