Greek Meaning of penetration
penetration
Other Greek words related to penetration
- οξύτητα
- οξύνοια
- οξυδέρκεια
- κατανόηση
- Διορατικότητα
- αντίληψη
- αντίληψη
- οξυδέρκεια
- οξυδέρκεια
- ευαισθησία
- κατανόηση
- εκτίμηση
- ανησυχία
- φωτεινότητα
- Λάμψη
- διορατικότητα
- διαυγής όραση
- Εξυπνάδα
- Διάκριση
- διάκριση
- Κατανοώ
- Φαιά ουσία
- Διάννοια
- νοημοσύνη
- κρίση
- οξύνοια
- νοοτροπία
- Διορατικότητα
- αντίληψη
- δύναμη
- οξυδέρκεια
- σοφία
- σοφία
- αίσθηση
- νοημοσύνη
- σοφία
- διορατικότητα
- πρόβλεψη
- κρίση
- κρίση
- λογική
- φρόνηση
- Ορθολογισμός
- λόγος
- λογική
- ευφυΐα
- εγκέφαλος/εγκέφαλοι
- ευφυΐα
Nearest Words of penetration
Definitions and Meaning of penetration in English
penetration (n)
an attack that penetrates into enemy territory
clear or deep perception of a situation
the act of entering into or through something
the ability to make way into or through something
the depth to which something penetrates (especially the depth reached by a projectile that hits a target)
the act (by a man) of inserting his penis into the vagina of a woman
penetration (n.)
The act or process of penetrating, piercing, or entering; also, the act of mentally penetrating into, or comprehending, anything difficult.
Acuteness; insight; sharp discoverment; sagacity; as, a person of singular penetration.
FAQs About the word penetration
Definition not available
an attack that penetrates into enemy territory, clear or deep perception of a situation, the act of entering into or through something, the ability to make way
οξύτητα,οξύνοια,οξυδέρκεια,κατανόηση,Διορατικότητα,αντίληψη,αντίληψη,οξυδέρκεια,οξυδέρκεια,ευαισθησία
πυκνότητα,ανία,βλακεία,Ανία,μωρία,ηλιθιότητα,Τρέλα,ανορθολογισμός,Τρέλα,αφηρημάδα
penetratingly => διεισδυτικά, penetrating trauma => Τραύμα διεισδυτικό, penetrating injury => Διεισδυτικός τραυματισμός, penetrating => διεισδυτικός, penetrant => Διεισδυτικό,