FAQs About the word penetratingly

διεισδυτικά

with ability to see into deeplyIn a penetrating manner.

δάγκωμα,πικρός,τρύπημα,κοφτερός,ζωηρός,Κοπή,απότομος,Ωμός,πονηρός,τσούξιμο

ήπιος,ήπιος,κατευναστικός,χλιαρός

penetrating trauma => Τραύμα διεισδυτικό, penetrating injury => Διεισδυτικός τραυματισμός, penetrating => διεισδυτικός, penetrant => Διεισδυτικό, penetralia => Άδυτο,