Greek Meaning of pegging

pegging

Other Greek words related to pegging

Definitions and Meaning of pegging in English

Webster

pegging (p. pr. & vb. n.)

of Peg

Webster

pegging (n.)

The act or process of fastening with pegs.

FAQs About the word pegging

Definition not available

of Peg, The act or process of fastening with pegs.

ταξινόμηση,διακριτικός,ομαδοποίηση,κατάταξη,υποβιβάζοντας,ταξινόμηση,ταξινόμηση,κωδικοποίηση,χώνεψη,διανομή

συγκεχυμένος,αποδιοργανωτική,ανακάτεμα,συσσώρευση,συνωστισμός,(ανάμειξη),εσφαλμένη ταξινόμηση,τυπογραφικό λάθος,Λανθασμένη ταξινόμηση,εσφαλμένη ταξινόμηση

pegger => πείρος, pegged-down => προσαρτημένο, pegged => καρφωμένη, pegboard => Πίνακας με τρύπες, pegasus => Πήγασος,