Greek Meaning of pegging
pegging
Other Greek words related to pegging
- ταξινόμηση
- διακριτικός
- ομαδοποίηση
- κατάταξη
- υποβιβάζοντας
- ταξινόμηση
- ταξινόμηση
- κωδικοποίηση
- χώνεψη
- διανομή
- Υποβολή
- κατάταξη
- Αναγνώριση
- καταχώρηση
- οργάνωση
- τοποθέτηση
- περιοχή
- αναγνωρίζοντας
- αναφερόμενο
- διαχωρίζοντας
- διαλογή
- πληκτρολόγηση
- κατηγοριοποίηση
- Διαμερισματοποίηση
- διαχωρισμός
- διάταξη
- καταλογογράφηση
- συσσωμάτωση
- συσσωμάτωση
- Διάθεση
- ευρετηρίαση
- συγκρότηση
- προετοιμασία
- περιθωριοποίηση
- προβολή
- ρύθμιση
- ράφια
- κοσκίνισμα
- λίχνισμα
- αλφαβητισμός
- αναλύοντας
- καταλογογράφηση
- συνεργατικός
- Εκκαθάριση
- σχέδιο
- επανακατάταξη
- ανασύνταξη
- κόσκινημα
- συστηματοποιώντας
Nearest Words of pegging
Definitions and Meaning of pegging in English
pegging (p. pr. & vb. n.)
of Peg
pegging (n.)
The act or process of fastening with pegs.
FAQs About the word pegging
Definition not available
of Peg, The act or process of fastening with pegs.
ταξινόμηση,διακριτικός,ομαδοποίηση,κατάταξη,υποβιβάζοντας,ταξινόμηση,ταξινόμηση,κωδικοποίηση,χώνεψη,διανομή
συγκεχυμένος,αποδιοργανωτική,ανακάτεμα,συσσώρευση,συνωστισμός,(ανάμειξη),εσφαλμένη ταξινόμηση,τυπογραφικό λάθος,Λανθασμένη ταξινόμηση,εσφαλμένη ταξινόμηση
pegger => πείρος, pegged-down => προσαρτημένο, pegged => καρφωμένη, pegboard => Πίνακας με τρύπες, pegasus => Πήγασος,