Greek Meaning of omnipotently

παντοδύναμα

Other Greek words related to παντοδύναμα

Definitions and Meaning of omnipotently in English

Webster

omnipotently (adv.)

In an omnipotent manner.

FAQs About the word omnipotently

παντοδύναμα

In an omnipotent manner.

παντοδύναμος,παντοδύναμος,θείος,κυρίαρχος,αυταρχικός,ικανός,ισχυρός,δυνατός,Ανώτατος,ικανός

ανήμπορος,ανίκανος,περιορισμένος,ανίσχυρος,περιορισμένος,Ασθενής,ανίκανος,ανίκανος,ανίκανος,αναποτελεσματικός

omnipotent => Παντοδύναμος, omnipotency => παντοδυναμία, omnipotence => παντοδυναμία, omnipercipient => παντογνώστης, omnipercipiency => πανταχού πάρον αντίληψη,