Greek Meaning of needfully

απαραίτητα

Other Greek words related to απαραίτητα

Definitions and Meaning of needfully in English

Wordnet

needfully (r)

in an essential manner

FAQs About the word needfully

απαραίτητα

in an essential manner

ουσιαστικός,ολοκλήρωμα,απαραίτητος,αναγκαίος,απαιτούμενο,Καθοριστικής σημασίας,κριτική,κρίσιμος,επιτακτικός,σημαντικός

περιττός,μη ουσιώδης,περιττός,Περιττός,περίσσεια,εξωτερικός,επιπλέον,μη ουσιώδες,ασήμαντος,περιττό

needful => απαραίτητος, needer => χρειαζόμενος, needed => αναγκαίος, need => ανάγκη, nee => όχι,