Greek Meaning of mellowed (out)
χαλαρωμένος
Other Greek words related to χαλαρωμένος
- χαλαρώσει
- χαλαρός
- αδύναμος
- παγωμένο
- ήρεμος
- συντεθειμένος
- αποσυμπιεσμένο
- ξεκούραστος
- ξετυλιγμένο
- ηρεμήσει
- ανακουφισμένο
- ηλιοθεραπεία
- απογοητευμένος
- Ηρεμος
- παρηγορημένος
- ψύχθηκε
- αργοπορώ
- Αγχολυμένος
- δίστασε
- μονότονος
- ανακουφισμένος
- μπερδεύουν
- έκανε γκάφα
- χακαρισμένο (γύρω)
- Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)
- περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω)
- αδρανής
- χαλάρωσε
- τεμπέλιαζε
- τεμπελιάζω
- κρεμόταν
- Ξάπλωνε
- ησυχασμένος
- ανακουφισμένος
- ήρεμος
- εγκαταστημένος
- ακαμψία
- βλάστηση
- φυτοζωώ
- χασομερημένος
Nearest Words of mellowed (out)
Definitions and Meaning of mellowed (out) in English
mellowed (out)
to calm down, to become relaxed and calm
FAQs About the word mellowed (out)
χαλαρωμένος
to calm down, to become relaxed and calm
χαλαρώσει,χαλαρός,αδύναμος,παγωμένο,ήρεμος,συντεθειμένος,αποσυμπιεσμένο,ξεκούραστος,ξετυλιγμένο,ηρεμήσει
No antonyms found.
mellow (out) => μαλακώνω, meliorates => βελτιώνει, melees => συμπλοκές, melanges => μείγματα, melancholies => μελαγχολίες,