Greek Meaning of kissed up to
kissed up to
Other Greek words related to kissed up to
- Λουστραρισμένος με μήλο
- υποτακτικός
- Επιείκεια
- σάλιος
- αναστατωμένος
- ρουφηξε (πάνω)
- Κολακευτικός
- έσκυψε
- έτρεχε από πίσω της
- αναβληθέν
- κολακευμένος
- Υποκλίθηκε
- υποβληθεί
- λατρεμένος
- κολακεύω
- κολακεμένος
- πεισθεί
- πείθει
- τρομαγμένος
- συρρίκνωση
- κατευνασμένος
- ταπεινωμένος
- αγαπημένος
- κολακευμένος
- σέρθηκε
- πέρπατησε με τα τέσσερα
- χύθηκε
- Εξιδανικευόταν
- ingratiated
- υπερεκτιμημένος
- σκλαβωμένος
- τρέχω σάλια
- κολακευμένο
- ερωτοτροπούσε
- λατρευόμενος
- ενέδωσε
Nearest Words of kissed up to
- kissing cousins => Ξαδερφια
- kissing good-bye => αποχαιρετιστήριο φιλί
- kissing off => φιλί αποχαιρετισμού
- kissing up to => κολακεύω
- kiss-off => φιλί αποχαιρετισμού
- kit (up or out) => Δεσμίδα (για είσοδο ή έξοδο)
- kitchen-sink => νεροχύτης
- kited => έκανε kitesurf
- kithed => κιθάριστα
- kithes => συγγενείς
Definitions and Meaning of kissed up to in English
kissed up to
to curry favor with, to touch (someone or something) gently or lightly, to come in gentle contact, a caress with the lips, leave, a gentle touch or contact, to salute or caress one another with the lips, to touch with the lips as a mark of love or greeting, to act obsequiously especially to gain favor, to act obsequiously toward one especially to gain favor, to touch gently or lightly, an expression of affection, a small cookie made of meringue, to resign oneself to the loss of, to touch (someone or something) with the lips especially as a mark of affection or greeting, a small drop cookie made of meringue, a loving touch with the lips, a bite-size piece of candy often wrapped in paper or foil, a bite-size candy
FAQs About the word kissed up to
Definition not available
to curry favor with, to touch (someone or something) gently or lightly, to come in gentle contact, a caress with the lips, leave, a gentle touch or contact, to
Λουστραρισμένος με μήλο,υποτακτικός,Επιείκεια,σάλιος,αναστατωμένος,ρουφηξε (πάνω),Κολακευτικός,έσκυψε,έτρεχε από πίσω της,αναβληθέν
περιφρονημένος,περιφρονω,περιφρονημένος,εξετάζω,κορόιδεψε,έκανε πλάκα,κορόιδευε,τόλμησε,αψήφησε,κορόιδευε
kissed off => φιλημένος, kissed good-bye => φιλί του αποχαιρετισμού, kissable => φιλάνθρωπο, kiss up to => Κολακεύω, kiss off => φιλί αποχαιρετισμού,