Greek Meaning of imaginarily

φανταστικά

Other Greek words related to φανταστικά

Definitions and Meaning of imaginarily in English

Webster

imaginarily (a.)

In a imaginary manner; in imagination.

FAQs About the word imaginarily

φανταστικά

In a imaginary manner; in imagination.

φαντασιώθηκα,Φανταστικός,Φανταστικός,φανταστικός,μυθικός,μυθικός,χιμαιρικός,χιμαιρικός,Φαντασιώδης,φανταστικός

πραγματικός,υπαρκτό,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αυθεντικός,πειστικός,υπάρχον,πραγματικός,γνήσιος,φυσικός

imaginant => φανταστικός, imaginal => Αφανταστικός, imaginable => φανταστός, imaginability => φανταστικότητα, imagery => Εικονολογία,