Greek Meaning of idiomatically

ιδιωματικά

Other Greek words related to ιδιωματικά

Definitions and Meaning of idiomatically in English

Wordnet

idiomatically (r)

in an idiomatic manner

FAQs About the word idiomatically

ιδιωματικά

in an idiomatic manner

προσωπικός,εξατομικευμένη,ιδιωτικό,υποκειμενικός,διακριτικός,άτομο,εξατομικευμένος,ιδιαίτερο,κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας,περίεργος

γενικός,γενικό,δημοφιλής,Δημόσιος,καθολικός,Ευρύς,κοινός,φυσιολογικός,διαδεδομένος,τακτικός

idiomatical => ιδιωματικός, idiomatic expression => Ιδιωματική έκφραση, idiomatic => ιδιωματικός, idiom neutral => Ουδέτερη ιδιωματική έκφραση, idiom => Φράση,