Greek Meaning of idiomatically
ιδιωματικά
Other Greek words related to ιδιωματικά
- προσωπικός
- εξατομικευμένη
- ιδιωτικό
- υποκειμενικός
- διακριτικός
- άτομο
- εξατομικευμένος
- ιδιαίτερο
- κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- περίεργος
- ξεχωριστό
- ενικός
- μοναδικός
- χαρακτηριστικός
- συνήθεια
- Προσαρμοσμένο
- ειδικός
- εκφράζω
- Αναγνώριση
- Ιδιοσυγκρασιακός
- ανεξάρτητος
- τουαλέτα
- ιδιαίτερος
- ειδικευμένος
- συγκεκριμένος
Nearest Words of idiomatically
- idiomorphic => ιδιομορφικός
- idiomorphous => Αυτομορφικός
- idiomuscular => ιδιομυϊκός
- idiopathetic => ιδιοπαθής
- idiopathic => ιδιοπαθής
- idiopathic disease => Ιδιοπαθής νόσος
- idiopathic disorder => ιδιοπαθής διαταραχή
- idiopathic hemochromatosis => Ιδιοπαθής αιμοχρωμάτωση
- idiopathic thrombocytopenic purpura => Ιδιοπαθής θρομβοκυτταροπενική πορφύρα (ΙΘΠ)
- idiopathical => Ιδιοπαθής
Definitions and Meaning of idiomatically in English
idiomatically (r)
in an idiomatic manner
FAQs About the word idiomatically
ιδιωματικά
in an idiomatic manner
προσωπικός,εξατομικευμένη,ιδιωτικό,υποκειμενικός,διακριτικός,άτομο,εξατομικευμένος,ιδιαίτερο,κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας,περίεργος
γενικός,γενικό,δημοφιλής,Δημόσιος,καθολικός,Ευρύς,κοινός,φυσιολογικός,διαδεδομένος,τακτικός
idiomatical => ιδιωματικός, idiomatic expression => Ιδιωματική έκφραση, idiomatic => ιδιωματικός, idiom neutral => Ουδέτερη ιδιωματική έκφραση, idiom => Φράση,