Greek Meaning of idiomatical
ιδιωματικός
Other Greek words related to ιδιωματικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of idiomatical
- idiomatic expression => Ιδιωματική έκφραση
- idiomatic => ιδιωματικός
- idiom neutral => Ουδέτερη ιδιωματική έκφραση
- idiom => Φράση
- idiolect => Ιδιόλεκτος
- idiolatry => ειδωλολατρεία
- idiographical => ορισματογραφικός
- idiographic => Ιδιογραφική
- idiograph => Ιδιογραφικό σύμβολο
- idioelectric => Ιδιoηλεκτρικός
- idiomatically => ιδιωματικά
- idiomorphic => ιδιομορφικός
- idiomorphous => Αυτομορφικός
- idiomuscular => ιδιομυϊκός
- idiopathetic => ιδιοπαθής
- idiopathic => ιδιοπαθής
- idiopathic disease => Ιδιοπαθής νόσος
- idiopathic disorder => ιδιοπαθής διαταραχή
- idiopathic hemochromatosis => Ιδιοπαθής αιμοχρωμάτωση
- idiopathic thrombocytopenic purpura => Ιδιοπαθής θρομβοκυτταροπενική πορφύρα (ΙΘΠ)
Definitions and Meaning of idiomatical in English
idiomatical (a)
of or relating to or conforming to idiom
idiomatical (a.)
Of or pertaining to, or conforming to, the mode of expression peculiar to a language; as, an idiomatic meaning; an idiomatic phrase.
FAQs About the word idiomatical
ιδιωματικός
of or relating to or conforming to idiomOf or pertaining to, or conforming to, the mode of expression peculiar to a language; as, an idiomatic meaning; an idiom
No synonyms found.
No antonyms found.
idiomatic expression => Ιδιωματική έκφραση, idiomatic => ιδιωματικός, idiom neutral => Ουδέτερη ιδιωματική έκφραση, idiom => Φράση, idiolect => Ιδιόλεκτος,