Greek Meaning of hymning

υμνολόγηση

Other Greek words related to υμνολόγηση

Definitions and Meaning of hymning in English

Webster

hymning (p. pr. & vb. n.)

of Hymn

Webster

hymning (a.)

Praising with hymns; singing.

Webster

hymning (n.)

The singing of hymns.

FAQs About the word hymning

υμνολόγηση

of Hymn, Praising with hymns; singing., The singing of hymns.

ευλογία,Γιορτάζω,επαινετικός,χειροκροτώντας,Κάλαντα,ψάλλοντας,υψώνω,εξυμνώντας,επαινετικό,ηχηρός

Κατηγορείν,επικριτικός,κριτικός,νουθετώντας,επιπληκτικός,επίπληξη,επιπλήττων,Επιπλήττω,επίπληξη,επιτιμητικός

hymnic => υμνητικός, hymned => ύμνος, hymnbook => Υμνολόγιο, hymnary => υμνολόγιο, hymnal => Υμνολόγιο,