Greek Meaning of caroling
Κάλαντα
Other Greek words related to Κάλαντα
Nearest Words of caroling
- caroline islands => Νήσοι Καρολίνες
- caroline => Καρολίνα
- carolinas => Κάρολαϊνες
- carolina wren => Αμπελουργός Καρολίνα
- carolina spring beauty => Κλαρκία αντώνη
- carolina pond fern => Πολυστίχη της Καρολίνας
- carolina pink => Ροζ Καρολίνα
- carolina parakeet => καρολίνα παπαγάλος
- carolina moonseed => Μηνίσκος της Καρολίνας
- carolina lupine => Λουπίνος της Καρολίνας
Definitions and Meaning of caroling in English
caroling (n)
singing joyful religious songs (especially at Christmas)
caroling (p. pr. & vb. n.)
of Carol
caroling (n.)
A song of joy or devotion; a singing, as of carols.
FAQs About the word caroling
Κάλαντα
singing joyful religious songs (especially at Christmas)of Carol, A song of joy or devotion; a singing, as of carols.
βόμβος,τραγούδι,ψάλλοντας,φωνοποιώντας,ζώνη,Βογκητό,ντεσκάτ,εναρμονιστική,μελωδικός,τρεμάμενος
Κατηγορείν,επικριτικός,κριτικός,νουθετώντας,επιπληκτικός,επίπληξη,επιπλήττων,Επιπλήττω,επίπληξη,επιτιμητικός
caroline islands => Νήσοι Καρολίνες, caroline => Καρολίνα, carolinas => Κάρολαϊνες, carolina wren => Αμπελουργός Καρολίνα, carolina spring beauty => Κλαρκία αντώνη,