Greek Meaning of caroling

Κάλαντα

Other Greek words related to Κάλαντα

Definitions and Meaning of caroling in English

Wordnet

caroling (n)

singing joyful religious songs (especially at Christmas)

Webster

caroling (p. pr. & vb. n.)

of Carol

Webster

caroling (n.)

A song of joy or devotion; a singing, as of carols.

FAQs About the word caroling

Κάλαντα

singing joyful religious songs (especially at Christmas)of Carol, A song of joy or devotion; a singing, as of carols.

βόμβος,τραγούδι,ψάλλοντας,φωνοποιώντας,ζώνη,Βογκητό,ντεσκάτ,εναρμονιστική,μελωδικός,τρεμάμενος

Κατηγορείν,επικριτικός,κριτικός,νουθετώντας,επιπληκτικός,επίπληξη,επιπλήττων,Επιπλήττω,επίπληξη,επιτιμητικός

caroline islands => Νήσοι Καρολίνες, caroline => Καρολίνα, carolinas => Κάρολαϊνες, carolina wren => Αμπελουργός Καρολίνα, carolina spring beauty => Κλαρκία αντώνη,