Greek Meaning of carolled

κάλαντα

Other Greek words related to κάλαντα

Definitions and Meaning of carolled in English

Webster

carolled ()

of Carol

FAQs About the word carolled

κάλαντα

of Carol

βούιζε,τραγούδησε,τραγούδησε,απαγγελλόμενος,αποβράσματα,Φωνητικό,κελάηδησε,ζώνη,τραγουδούσε,εναρμονισμένος

κατηγορηθεί,λογοκριμένος,κριτικάρετε,καταδικασμένος,νουθετώ,μαλώνω,επέπληξε,απεδοκίμασαν,Επιτιμήθηκε,κατηγόρησε

carolitic => καρολίτικος, carolinian => καρολίγγειος, carolingian dynasty => Καρολίγγειος δυναστεία, carolingian => Καρολίγγειος, caroling => Κάλαντα,