Greek Meaning of carolitic
καρολίτικος
Other Greek words related to καρολίτικος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of carolitic
- carolinian => καρολίγγειος
- carolingian dynasty => Καρολίγγειος δυναστεία
- carolingian => Καρολίγγειος
- caroling => Κάλαντα
- caroline islands => Νήσοι Καρολίνες
- caroline => Καρολίνα
- carolinas => Κάρολαϊνες
- carolina wren => Αμπελουργός Καρολίνα
- carolina spring beauty => Κλαρκία αντώνη
- carolina pond fern => Πολυστίχη της Καρολίνας
Definitions and Meaning of carolitic in English
carolitic (a.)
Adorned with sculptured leaves and branches.
FAQs About the word carolitic
καρολίτικος
Adorned with sculptured leaves and branches.
No synonyms found.
No antonyms found.
carolinian => καρολίγγειος, carolingian dynasty => Καρολίγγειος δυναστεία, carolingian => Καρολίγγειος, caroling => Κάλαντα, caroline islands => Νήσοι Καρολίνες,