Greek Meaning of hagridden

καχεκτικός, αδύνατος

Other Greek words related to καχεκτικός, αδύνατος

Definitions and Meaning of hagridden in English

Wordnet

hagridden (s)

tormented or harassed by nightmares or unreasonable fears

FAQs About the word hagridden

καχεκτικός, αδύνατος

tormented or harassed by nightmares or unreasonable fears

ταραγμένος,ανήσυχος,θυμωμένος,ενοχλημένο,ανήσυχος,αποσπασμένος,διαταραγμένος,στοιχειωμένο,ανήσυχος,ανήσυχος

Ηρεμος,συντεθειμένος,ησυχασμένος,εγκαταστημένος,κατευνασμένος,κατέστειλε,ανακουφισμένο,ηρεμεί,κατευνασμένος,ηρεμισμένος

hagioscope => Αγιοσκόπιο, hagiology => ἁγιολογία, hagiologist => Ἁγιολόγος, hagiolatry => Αγιολατρεία, hagiography => Αγιογραφία,