Greek Meaning of gaseousness

αεριοποίηση

Other Greek words related to αεριοποίηση

Definitions and Meaning of gaseousness in English

Wordnet

gaseousness (n)

having the consistency of a gas

FAQs About the word gaseousness

αεριοποίηση

having the consistency of a gas

ρητορική,ρητορικός,βομβαρδιστικός,φουσκωμένος,φουστάνι,αέριος,μεγαλοστομία,φουσκωμένο,ρητορικός,Ποντιφικός

άμεσο,εύγλωττος,Γεγονός,απλός,απλός,ανεπηρέαστος,μη ρητορικός,φαλακρός,σκληρός,απλός

gaseous state => Αέρια κατάσταση, gaseous nebula => Αέριου νεφελώματος, gaseous => αέριος, gaseity => αεριοποίηση, gas-discharge tube => Λάμπα εκκένωσης αερίου,