Greek Meaning of gasfield
Κοιτάσματα φυσικού αερίου
Other Greek words related to Κοιτάσματα φυσικού αερίου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of gasfield
- gases => αέρια
- gaseousness => αεριοποίηση
- gaseous state => Αέρια κατάσταση
- gaseous nebula => Αέριου νεφελώματος
- gaseous => αέριος
- gaseity => αεριοποίηση
- gas-discharge tube => Λάμπα εκκένωσης αερίου
- gas-discharge lamp => Λυχνία αερίου εκκένωσης
- gascoynes => Γασκόινς
- gas-cooled reactor => Αντιδραστήρας ψυχόμενος με αέριο
Definitions and Meaning of gasfield in English
gasfield (n)
a region where there is natural gas underground
FAQs About the word gasfield
Κοιτάσματα φυσικού αερίου
a region where there is natural gas underground
No synonyms found.
No antonyms found.
gases => αέρια, gaseousness => αεριοποίηση, gaseous state => Αέρια κατάσταση, gaseous nebula => Αέριου νεφελώματος, gaseous => αέριος,