Greek Meaning of drawing off

κλήρωση

Other Greek words related to κλήρωση

Definitions and Meaning of drawing off in English

Wordnet

drawing off (n)

act of getting or draining something such as electricity or a liquid from a source

FAQs About the word drawing off

κλήρωση

act of getting or draining something such as electricity or a liquid from a source

αποστράγγιση,άντληση,αιμορραγία,καθαρισμός,σύνταξη,κένωση,εκκενώνω,σιφώνιο,άντληση,κτύπημα με το δάκτυλο

γέμιση,Πλύσιμο,βρέξιμο,λουτρό,κατάσβεση,βροχή,πνιγμός.,πλημμύρα,πλημμυρίζων,υπερχειλίζων

drawing lots => κλήρωση, drawing knife => σκαλιστήρι, drawing ink => Μελάνι σχεδίασης, drawing chalk => Κιμωλία, drawing card => πόλος έλξης,