Greek Meaning of diagramming

Διάγραμμα

Other Greek words related to Διάγραμμα

Definitions and Meaning of diagramming in English

Wordnet

diagramming (n)

providing a chart or outline of a system

FAQs About the word diagramming

Διάγραμμα

providing a chart or outline of a system

Ανάλυση,διάταξη,καταλογογράφηση,καταλογογράφηση,κατηγοριοποίηση,ταξινόμηση,κωδικοποίηση,αποδομώ,διατομή,αρίθμηση

συγκεντρώνοντας,συνενώνοντας,Αφομοίωση,Συγχώνευση,ενοποίηση,ολοκληρώνοντας,Σύνθεση,ενοποιητικό,συσσωμάτωση,συγκολλητικός

diagrammatically => διαγραμματικά, diagrammatical => διαγραμματικός, diagrammatic => Διαγραμματικός, diagram => διάγραμμα, diagonial => διαγώνιος,