Greek Meaning of chucklehead
chucklehead
Other Greek words related to chucklehead
- κουτόφραγκος
- Μπλόκχεντ
- κλόουν
- κακαρίζω
- κλαγκ
- Νεκροκεφαλή
- βουτάω
- γάιδαρος
- ναρκωτικό
- κούκλα
- ανόητος
- Χήνος
- γκόλεμ
- μπάχαλος
- Σφυροκέφαλος
- σκληρό κεφάλι
- Δεν γνωρίζω τίποτα
- μπουκακίνο
- τρελός
- Σκυλί διασταύρωσης
- φυσικός
- Νιμρόδ
- νεύμα
- μακαρόνια
- καταπλήσσω
- Γαλοπούλα
- Φουσκωτός
- Κεφάλι σούπας
- αλήτης
- αλήτης
- Απρόσεκτος
- Θηρίο
- μυαλό πουλιού
- Σούλα (Soula)
- παχύδερμος
- Γελωτοποιός
- CAD
- Θρόμβος
- μπουσουλώ
- καμπίνα
- Ντόντο
- Αλτήρας
- κοιτάζω
- Χήνα
- φτέρνα
- Καρέτα-καρέτα
- τρελός
- εξόγκωμα
- τρελός
- μητέρα
- Φλυτζάνι
- νίννιχαμμερ
- κόνιδα
- Παξιμάδι
- Αφηρημένος
- σκάντζοχοιρος
- Φίδι
- βρωμύλος
- απόθεμα
- κακός
- γιο-γιο
- τρελός
- cuddlie
- Αμυδρός λαμπτήρας
- Νταμ-νταμ
- Ξύλινο κεφάλι
Nearest Words of chucklehead
Definitions and Meaning of chucklehead in English
chucklehead (n.)
A person with a large head; a numskull; a dunce.
FAQs About the word chucklehead
Definition not available
A person with a large head; a numskull; a dunce.
κουτόφραγκος,Μπλόκχεντ,κλόουν,κακαρίζω,κλαγκ,Νεκροκεφαλή,βουτάω,γάιδαρος,ναρκωτικό,κούκλα
Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,φυτό,πολυμάθης,Αναγεννησιακός άνθρωπος,μάγος
chuckled => γέλασε, chuckle => γελώ, chucking => σύσφιξη, chuckhole => λακκούβα, chuck-full => κατάμεστος,