Greek Meaning of chucklehead

chucklehead

Other Greek words related to chucklehead

Definitions and Meaning of chucklehead in English

Webster

chucklehead (n.)

A person with a large head; a numskull; a dunce.

FAQs About the word chucklehead

Definition not available

A person with a large head; a numskull; a dunce.

κουτόφραγκος,Μπλόκχεντ,κλόουν,κακαρίζω,κλαγκ,Νεκροκεφαλή,βουτάω,γάιδαρος,ναρκωτικό,κούκλα

Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,φυτό,πολυμάθης,Αναγεννησιακός άνθρωπος,μάγος

chuckled => γέλασε, chuckle => γελώ, chucking => σύσφιξη, chuckhole => λακκούβα, chuck-full => κατάμεστος,