Greek Meaning of transiently
Παροδικά
Other Greek words related to Παροδικά
Nearest Words of transiently
- transient ischemic attack => παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο
- transient global amnesia => Παροδική παγκόσμια αμνησία
- transient => παροδικός
- transiency => εφήμερος
- transience => εφήμερος
- transhumanize => τρανσανθρωπισμός
- transhuman => Υπερανθρωπισμός
- transhipment => μεταφόρτωση
- tranship => μετεπιβίβαση
- transhape => Μετασχηματισμός
Definitions and Meaning of transiently in English
transiently (r)
for a very short time
FAQs About the word transiently
Παροδικά
for a very short time
ζητιάνος,γλουτοί,Αλήτης,άστεγος,αλήτης,αλήτης,αλήτης,αλήτης,απογοήτευση,ερειπωμένο
ατελείωτος,ανθεκτικός,αιώνιος,αιώνιος,αθάνατος,διαρκής,μόνιμο,αιώνιος,αδιάκοπος,Αθάνατος
transient ischemic attack => παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο, transient global amnesia => Παροδική παγκόσμια αμνησία, transient => παροδικός, transiency => εφήμερος, transience => εφήμερος,