Greek Meaning of transiliency
Ανθεκτικότητα.
Other Greek words related to Ανθεκτικότητα.
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of transiliency
- transilience => υπέρβαση
- transiently => Παροδικά
- transient ischemic attack => παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο
- transient global amnesia => Παροδική παγκόσμια αμνησία
- transient => παροδικός
- transiency => εφήμερος
- transience => εφήμερος
- transhumanize => τρανσανθρωπισμός
- transhuman => Υπερανθρωπισμός
- transhipment => μεταφόρτωση
- transire => περνάω
- transisthmian => διαγκοχμικός
- transistor => τρανζίστορ
- transistorise => Τρανζιστοροποίηση
- transistorised => τρανζιστορισμένος
- transistorize => Τρανζιστοροποίηση
- transistorized => Τρανζιστοροποιημένος
- transit => διέλευση
- transit declinometer => κλινομετρο γωνιόμετρο διέλευσης
- transit instrument => όργανο διέλευσης
Definitions and Meaning of transiliency in English
transiliency (n.)
A leap across or from one thing to another.
FAQs About the word transiliency
Ανθεκτικότητα.
A leap across or from one thing to another.
No synonyms found.
No antonyms found.
transilience => υπέρβαση, transiently => Παροδικά, transient ischemic attack => παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο, transient global amnesia => Παροδική παγκόσμια αμνησία, transient => παροδικός,