Greek Meaning of syncopator

Συγκοπικός

Other Greek words related to Συγκοπικός

Definitions and Meaning of syncopator in English

Wordnet

syncopator (n)

a musician who plays syncopated jazz music (usually in a dance band)

FAQs About the word syncopator

Συγκοπικός

a musician who plays syncopated jazz music (usually in a dance band)

βραχύνω,συντομογραφία,Συντομεύω,αφηρημένος,περικόπτω,χωνεύω,αποβάθρα,ελλείπω‎,ανακεφαλαιώνω,μειώνω

Προσθήκη,επιμηκύνω,διευρύνω,επεκτείνω,επεκτείνω,αύξηση,επιμηκύνω,παρατείνω,συμπλήρωμα,ενισχύω

syncopation => Σύγκοπη, syncopated => συγκκοπής, syncopate => συγκοπή, synclinal => Συγκόλιση, synchytrium endobioticum => Synchytrium endobioticum,