FAQs About the word syncope

Συγκοπή

a spontaneous loss of consciousness caused by insufficient blood to the brain, (phonology) the loss of sounds from within a word (as in `fo'c'sle' for `forecast

διακοπή ρεύματος,ζάλη,Αδύναμος,κολυμπάω,έκσταση,Υπνηλία,αναλγησία,λήθαργος,Νοκ άουτ,ύπνος

No antonyms found.

syncopator => Συγκοπικός, syncopation => Σύγκοπη, syncopated => συγκκοπής, syncopate => συγκοπή, synclinal => Συγκόλιση,