FAQs About the word stupor

λήθαργος

the feeling of distress and disbelief that you have when something bad happens accidentally, marginal consciousness

πλήξη,λήθαργος,λήθαργος,κούραση,αδιαφορία,Λήθαργος,Κόπωση,απάθεια,νωθρότητα,αδράνεια

προθυμία,ενθουσιασμός,ζωντάνια,ζωτικότητα,Ζωηρότητα,φιλοδοξία,Επιχείρηση,Ζωντάνια,οξύνοια,ζωντάνια

stupendously => εκπληκτικό, stupendous => εκπληκτικός, stupefying => καταπληκτικός, stupefy => Επιπλήττω, stupefied => έκθαμβος,