FAQs About the word hebetude

νωθρότητα

mental lethargy or dullnessDullness; stupidity.

πλήξη,λήθαργος,λήθαργος,κούραση,αδιαφορία,Λήθαργος,Κόπωση,απάθεια,αδιαθεσία,λήθαργος

ενθουσιασμός,ζωντάνια,Ζωντάνια,ζωτικότητα,Ζωηρότητα,φιλοδοξία,προθυμία,Επιχείρηση,οξύνοια,ζωντάνια

hebete => ηλίθιος, hebetation => ατονία, hebetating => αναισθητοποιητικό, hebetated => νωθρός, hebetate => αμβλύνω,