Greek Meaning of serpentinely

ερπετωδώς

Other Greek words related to ερπετωδώς

Definitions and Meaning of serpentinely in English

Webster

serpentinely (adv.)

In a serpentine manner.

FAQs About the word serpentinely

ερπετωδώς

In a serpentine manner.

καμπύλος,καμπυλώνω,Στριμμένο,Στρέβλωση,περιέλιξη,κάμψη,περιελισσόμενος,στρεβλός,σγουρός,curling

άμεσο,γραμμικός,ίσιος,αμέσως

serpentine => ερπετοειδής, serpentigenous => ερπυστικός, serpentiform => φιδόμορφος, serpentes => φίδια, serpented => φιδίσιος,