Greek Meaning of roughhewn

τραχύς

Other Greek words related to τραχύς

Definitions and Meaning of roughhewn in English

Wordnet

roughhewn (s)

of stone or timber; shaped roughly without finishing

Webster

roughhewn (a.)

Hewn coarsely without smoothing; unfinished; not polished.

Of coarse manners; rude; uncultivated; rough-grained.

FAQs About the word roughhewn

τραχύς

of stone or timber; shaped roughly without finishingHewn coarsely without smoothing; unfinished; not polished., Of coarse manners; rude; uncultivated; rough-gra

ατέχναστος,αδέξιος,ακατέργαστος,ελαττωματικό,ατελής,πρωτόγονος,τραχύς,χοντροκομμένο και έτοιμο,σκληρός και άξεστος,Αγενής

καλλιτεχνικός,άψογος,τελειωμένος,άψογος,σχολαστικός,καθαρός,τέλειο,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος,επιδέξιος

roughhewer => ξυλοκόπος, rough-hew => καταπιάνομαι αδρά, roughhew => τραχιά επεξεργασία, roughhead => Κεφαλόπουλο, rough-haired => τραχύς,