Greek Meaning of rough-house

καυγαδίζω

Other Greek words related to καυγαδίζω

Definitions and Meaning of rough-house in English

Wordnet

rough-house (v)

treat in a rough or boisterous manner

FAQs About the word rough-house

καυγαδίζω

treat in a rough or boisterous manner

γελοιότητα,κλόουνιες,σκανταλιές,παιχνίδι,αστειευόμενος,Τπαιζιδιάρικη,Παιχνιδιάρικος,ανοησία,αστείος,πιθηκισμοί

Χάδι,χαϊδεύω,Κατοικίδιο,χαϊδεύω,αναθρέφω,Γιάννης,θρέφω,κακομαθαίνω,φροντίδα

roughhouse => roughhouse, roughhewn => τραχύς, roughhewer => ξυλοκόπος, rough-hew => καταπιάνομαι αδρά, roughhew => τραχιά επεξεργασία,