Greek Meaning of cavorting

σκανδαλίζοντας

Other Greek words related to σκανδαλίζοντας

Definitions and Meaning of cavorting in English

Webster

cavorting (p. pr. & vb. n.)

of Cavort

FAQs About the word cavorting

σκανδαλίζοντας

of Cavort

ασέβεια,σκανταλιά,σκανδαλίζοντας,σκωτσίματα,Διασκέδαση,Τπαιζιδιάρικη,γλέντι,χοροπηδάω,αθλητικός,αθλητικότητα

μαγειρευτό,θυμωμένος,μουτρωμένο,κατηφής

cavorted => γλέντησε, cavort => χαχανίζω, παίζω, cavo-rilievo => Ανάγλυφο, cavo-relievo => Ανάγλυφο, caviuna wood => Ξύλο καβιούνα,