Greek Meaning of punctuated

τελεία

Other Greek words related to τελεία

Definitions and Meaning of punctuated in English

punctuated

to interrupt at intervals, to use punctuation marks, to break into or interrupt at intervals, to mark or divide (written matter) with punctuation marks, to mark or divide with punctuation marks, accentuate, emphasize

FAQs About the word punctuated

τελεία

to interrupt at intervals, to use punctuation marks, to break into or interrupt at intervals, to mark or divide (written matter) with punctuation marks, to mark

τονισμένος,προβεβλημένος,επισημασμένος,αγχωμένος,τονισμένος,τονισμένη,εστιασμένος,σε πρώτο πλάνο,ταυτοποιήθηκε,φωτισμένο

Μειωμένης έμφασης,σε έκπτωση,ελαχιστοποιημένος,υποβάθμισε,ήρεμος (κάτω),υποτονικός,υποτιμούσε,υποτιμημένος,υποτονικός

punchy => με δύναμη, punch-out => διάτρηση, punching out => γροθιά, punching => διάτρηση, punches out => δίνει γροθιές,