Greek Meaning of parochially
ενοριακά
Other Greek words related to ενοριακά
- νησιωτικός
- μικρός
- στενός
- ασήμαντος
- επαρχιακός
- σεκταριστικός
- μικρός
- Φανατικός
- Αντιφιλελεύθερος
- λιλιπούτειος
- Τετράγωνος
- μεροληπτικός
- ασήμαντος
- άκαμπτος
- μικρόψυχος
- πεισματάρης
- εσφαλμένη
- προκατειλημμένος
- διαχωριστικός
- διακριτικός
- δογματικός
- δογματικός
- Ακίνητος
- άκαμπτος
- δυσανεκτός
- σιδεροδέσμιος
- ίκτερος
- περιορισμένος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- παλιομοδίτικος
- μονόπλευρος
- Γνώμη
- γνώμης
- μερικός
- προκατειλημμένος
- αντιδραστικός
- βαρετός
- Συντηρητικός
- συντηρητικός
- πνιγηρός
- Αγέλαστος
- αμετάπειστος
Nearest Words of parochially
- parochialize => περιορίζω τα όρια, περιορίζω την προοπτική
- parochiality => περιορισμένη μύτη
- parochialism => Τοπικισμός
- parochial school => ενοριακό σχολείο
- parochial => ενοριακός
- parochetus communis => Ερημίτης καβούρι
- parochetus => Παραπέτασμα
- paroccipital => ινιακός
- parnellite => Παρνελίτης
- parnellism => Παροελισμός
Definitions and Meaning of parochially in English
parochially (r)
in a parochial manner
parochially (adv.)
In a parochial manner; by the parish, or by parishes.
FAQs About the word parochially
ενοριακά
in a parochial mannerIn a parochial manner; by the parish, or by parishes.
νησιωτικός,μικρός,στενός,ασήμαντος,επαρχιακός,σεκταριστικός,μικρός,Φανατικός,Αντιφιλελεύθερος,λιλιπούτειος
καθολικός,κοσμοπολίτης,φιλελεύθερος,ανοιχτό,δεκτικός,ανεκτικός,Μεγάλο πνεύμα,αμερόληπτος,ακομμάτιστος,Στόχος
parochialize => περιορίζω τα όρια, περιορίζω την προοπτική, parochiality => περιορισμένη μύτη, parochialism => Τοπικισμός, parochial school => ενοριακό σχολείο, parochial => ενοριακός,