FAQs About the word parochiality

περιορισμένη μύτη

The state of being parochial.

No synonyms found.

No antonyms found.

parochialism => Τοπικισμός, parochial school => ενοριακό σχολείο, parochial => ενοριακός, parochetus communis => Ερημίτης καβούρι, parochetus => Παραπέτασμα,