Greek Meaning of niched
εξειδικευμένη
Other Greek words related to εξειδικευμένη
- συναρμολογημένο
- χειροκρότησε
- φυτεμένος
- εγκαταστημένος
- καθιερωμένος
- απέτυχε
- τοποθετημένος
- προσανατολισμένος
- σανιδωτός
- καπούνιασε
- παχουλός
- χαστούκισε
- χειροκρότημα
- πλαφ
- προσαρτημένο
- αγκυροβολημένος
- φόρεσε
- συλλεγέν
- κλειδωμένο
- παρκαρισμένο
- εγκαταστημένος
- τοποθετημένος
- σφηνωμένος
- έκλεισε
- πλονκ
- καθισε βαρυκοιλια
- τοποθετημένος
- Ελλιμενισμένος <br>
- καθαιρεθέν
- κατατέθηκε
- διατεθειμένος
- τοποθετημένος
- σταθερός
- τοποθετημένο
- καταλύει
- μετακινηθήκαμε
- τοποθετημένος
- βάζω
- σετ
- εγκαθίστατε
- μετατοπίστηκε
- κολλημένος
- αναδιατάχθηκε
- αναδιατάχθηκε
Nearest Words of niched
Definitions and Meaning of niched in English
niched (a.)
Placed in a niche.
FAQs About the word niched
εξειδικευμένη
Placed in a niche.
συναρμολογημένο,χειροκρότησε,φυτεμένος,εγκαταστημένος,καθιερωμένος,απέτυχε,τοποθετημένος,προσανατολισμένος,σανιδωτός,καπούνιασε
μετεγκαταστάθηκε,αφαιρέθηκε,πήρε,εξόριστος,εκτοπισμένος,αντικατέστησε,υπερκερασμένος,μετατοπίστηκε,εκτοπισμένος
niche => κόγχη, nicety => λεπτότητα, nicery => καλοσύνη, niceness => ευγένεια, nicene creed => Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας,