Greek Meaning of niched

εξειδικευμένη

Other Greek words related to εξειδικευμένη

Definitions and Meaning of niched in English

Webster

niched (a.)

Placed in a niche.

FAQs About the word niched

εξειδικευμένη

Placed in a niche.

συναρμολογημένο,χειροκρότησε,φυτεμένος,εγκαταστημένος,καθιερωμένος,απέτυχε,τοποθετημένος,προσανατολισμένος,σανιδωτός,καπούνιασε

μετεγκαταστάθηκε,αφαιρέθηκε,πήρε,εξόριστος,εκτοπισμένος,αντικατέστησε,υπερκερασμένος,μετατοπίστηκε,εκτοπισμένος

niche => κόγχη, nicety => λεπτότητα, nicery => καλοσύνη, niceness => ευγένεια, nicene creed => Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας,