Greek Meaning of parked
παρκαρισμένο
Other Greek words related to παρκαρισμένο
- αναπτυγμένος
- τοποθετημένος
- εγκατεστημένο
- τοποθετημένος
- Εποχούμενος
- φυτεμένος
- τοποθετημένος
- τοποθετημένος
- σταθμευμένος
- αγκυροβολημένος
- στρατοπέδευσε
- κατασκήνωσε (έξω)
- εγκαταστημένος
- σταθερός
- καταλύει
- φωλιασμένος
- κουρνιάζει
- σετ
- εγκαταστημένος
- κατασκηνώνω
- σκαμμένο
- Έτοιμος
- σκάψιμο
- φιλοξενούν
- στεγασμένος
Nearest Words of parked
Definitions and Meaning of parked in English
parked (a)
that have been left
parked (imp. & p. p.)
of Park
FAQs About the word parked
παρκαρισμένο
that have been leftof Park
αναπτυγμένος,τοποθετημένος,εγκατεστημένο,τοποθετημένος,Εποχούμενος,φυτεμένος,τοποθετημένος,τοποθετημένος,σταθμευμένος,αγκυροβολημένος
No antonyms found.
parka squirrel => Σκίουρος, parka => παρκά, park commissioner => Επίτροπος πάρκων, park bench => Παγκάκι πάρκου, park avenue => Λεωφόρος Παρκ,