Greek Meaning of perched
Εποχούμενος
Other Greek words related to Εποχούμενος
Nearest Words of perched
Definitions and Meaning of perched in English
perched (imp. & p. p.)
of Perch
FAQs About the word perched
Εποχούμενος
of Perch
προσγειώθηκε,αποβιβάστηκε,alit,φωτισμένο,αναμμένος,κουρνιάζει,εγκαταστημένος,Προσγειώθηκε,Προσγειώθηκε με την κοιλιά,αναγκαστική προσγείωση
προέκυψε,ανατέλλει,ανέβηκε,τριαντάφυλλο,Απογειώθηκε,απογειώθηκε,πέταξε,επιπλέων,γλίστρησε,κρεμασμένος
perchant => πέρκα, perchance => ίσως, perch => πέρκα, percesoces => Περκόμορφα, perceptually => αντιληπτικά,