FAQs About the word perching

καθισμένος

of Perch

αποβίβαση,προ(σ)γείωση,το κούρνιασμα,Φωτισμός,κατακάθιση,Προσγείωση,Προσγείωση σε κοιλιά,Συτριβή

προκύπτοντας,αύξων,αναρρίχηση,επιπλέων,ιπτάμενος,ολίσθηση,αυξανόμενος,Απογείωση,εκτόξευση,κρεμαστό

percheron => περσερό, percher => κούρνιασμα, perched => Εποχούμενος, perchant => πέρκα, perchance => ίσως,