Greek Meaning of situated
τοποθετημένος
Other Greek words related to τοποθετημένος
- κατατέθηκε
- τοποθετημένος
- τοποθετημένος
- βάζω
- τοποθετημένος
- καθαιρεθέν
- φυτεμένος
- διατεθειμένος
- τοποθετημένος
- καθιερωμένος
- σταθερός
- τοποθετημένο
- παρκαρισμένο
- σετ
- εγκαθίστατε
- κολλημένος
- προσαρτημένο
- αγκυροβολημένος
- παρατεταγμένοι
- συναρμολογημένο
- Ελλιμενισμένος <br>
- φόρεσε
- χειροκρότησε
- συλλεγέν
- εγκαταστημένος
- απέτυχε
- κλειδωμένο
- καταλύει
- μετακινηθήκαμε
- εξειδικευμένη
- προσανατολισμένος
- σανιδωτός
- καπούνιασε
- παχουλός
- ταξινομείται
- εγκαταστημένος
- μετατοπίστηκε
- χαστούκισε
- σφηνωμένος
- χειροκρότημα
- διατάχθηκε
- ευθυγραμμισμένοι
- πλαφ
- έκλεισε
- πλονκ
- καθισε βαρυκοιλια
- αναδιατάχθηκε
- αναδιατάχθηκε
Nearest Words of situated
Definitions and Meaning of situated in English
situated (s)
situated in a particular spot or position
situated (a.)
Having a site, situation, or location; being in a relative position; permanently fixed; placed; located; as, a town situated, or situate, on a hill or on the seashore.
Placed; residing.
FAQs About the word situated
τοποθετημένος
situated in a particular spot or positionHaving a site, situation, or location; being in a relative position; permanently fixed; placed; located; as, a town sit
κατατέθηκε,τοποθετημένος,τοποθετημένος,βάζω,τοποθετημένος,καθαιρεθέν,φυτεμένος,διατεθειμένος,τοποθετημένος,καθιερωμένος
μετεγκαταστάθηκε,αφαιρέθηκε,πήρε,εξόριστος,εκτοπισμένος,αντικατέστησε,μετατοπίστηκε,υπερκερασμένος,εκτοπισμένος
situate => τοποθετώ, sitting trot => κάτσε τρέχοντας, sitting room => σαλόνι, sitting duck => εύκολος στόχος, sitting bull => Καθιστός Βούβαλος,