Greek Meaning of neutrally

ουδέτερα

Other Greek words related to ουδέτερα

Definitions and Meaning of neutrally in English

Webster

neutrally (adv.)

In a neutral manner; without taking part with either side; indifferently.

FAQs About the word neutrally

ουδέτερα

In a neutral manner; without taking part with either side; indifferently.

αυτόνομος,αμερόληπτος,ανεξάρτητος,ακομμάτιστος,κυρίαρχος,αδέσμευτος,Αναποφάσιστος,μη συνδεδεμένος,αντικειμενικός,αμερόληπτη

σύμμαχοι,προκατειλημμένος,μερικός,μεροληπτικός,άδικος,Συνδεδεμένος,συνδεδεμένος,εμπόλεμος,ομοσπονδιακός,ομοσπονδιακός

neutralizing => εξουδετέρωση, neutralizer => ουδετεροποιητής, neutralized => εξουδετερωμένο, neutralize => ουδετεροποιώ, neutralization reaction => Αντίδραση εξουδετέρωσης,