Greek Meaning of melange

μείγμα

Other Greek words related to μείγμα

Definitions and Meaning of melange in English

Wordnet

melange (n)

a motley assortment of things

Webster

melange (n.)

A mixture; a medley.

FAQs About the word melange

μείγμα

a motley assortment of thingsA mixture; a medley.

κολλάζ,ανακάτεμα,μεντλέι,ποικιλία,συσσωμάτωμα,συσσώρευση,σούπα αλφαβήτου,ποικιλία,μίγμα,χαλάω

No antonyms found.

melanesian => Μελανήσιος, melanesia => Μελανησία, melanerpes erythrocephalus => πύρρινος δρυοκολάπτης, melanerpes => Μελανέρπης, melanconiales => Μελαγκόλια,